- κενωτικός
- -ή, -ό (Α κενωτικός, -ή, -όν) [κενώ]αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο καθαρτικός («κενωτικά φάρμακα)νεοελλ.(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι κενωτικοίλουθηρανική αίρεση τού 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς κατά τη διάρκεια τής ενανθρωπήσεώς του απέβαλε τελείως τις θεϊκές του ιδιότητεςαρχ.αυτός που προκαλεί κένωση («κύστεως κενωτικός», Αιλιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.